Θηβαικά

Θηβαικά
Θηβαϊκά , Θηβαῖος
to Thebes
neut nom/voc/acc pl
Θηβαϊκά̱ , Θηβαῖος
to Thebes
fem nom/voc/acc dual
Θηβαϊκά̱ , Θηβαῖος
to Thebes
fem nom/voc sg (doric aeolic)
Θηβαικός
to Thebes
neut nom/voc/acc pl
Θηβαικά̱ , Θηβαικός
to Thebes
fem nom/voc/acc dual
Θηβαικά̱ , Θηβαικός
to Thebes
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Θηβαικάς — Θηβαϊκά̱ς , Θηβαῖος to Thebes fem acc pl Θηβαικά̱ς , Θηβαικός to Thebes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARISTODEMUS — I. ARISTODEMUS Archon Athenis, Olymp. 107. an. 1. II. ARISTODEMUS Aristomachi fil. Herculis abnepos. Heredot. l. 7. Hic cum fratribus Temeno et Cresphonte, post patrem in praelio contra Pelopidas interfectum, verô utriusque oraculi (de quo vide… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θηβαϊκός — και θηβαίικος, ή, ό (ΑΜ θηβαϊκός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα») αρχ. το θηλ. ως ουσ. 1. ἡ Θηβαϊκή (ενν. χώρα) η χώρα τών Θηβαίων 2. φρ. «Θηβαϊκός λεγεών» ρωμαϊκή… …   Dictionary of Greek

  • μουσόδομος — μουσόδομος, ον (Α) (για τα θηβαϊκά τείχη) οικοδομημένος με συνοδεία μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόμος] …   Dictionary of Greek

  • Αμφιάραος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας και μάντης, που θεοποιήθηκε και λατρευόταν ως χθόνια θεότητα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Οι αρχαιότερες παραδόσεις τον αναφέρουν ως απόγονο του Μελάμποδα, ονομαστού για τα μαντικά και θρησκευτικά του χαρίσματα· νεότερες …   Dictionary of Greek

  • Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …   Dictionary of Greek

  • Κεραμόπουλλος, Αντώνιος — (Κοζάνη 1870 – Αθήνα 1961). Αρχαιολόγος και εθνολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στο Μόναχο. Υπηρέτησε κατόπιν ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση… …   Dictionary of Greek

  • Ντεσάρμ, Πολ — (PaulDecharme, 1839 – 1905). Γάλλος ελληνιστής. Ο Ν. έγραψε πολλά αξιόλογα έργα, από τα οποία τα σημαντικότερα τιτλοφορούνται Συλλογή επιγραφών της Βοιωτίας (1867), Οι Μούσες και τα Θηβαϊκά τεχνουργήματα (1869), Ο Ευρυπίδης και το θέατρό του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”